- ὀλεθρίῳ
- ὀλέθριοςdestructivemasc/neut dat sgὀλέθριοςdestructivemasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολεθριώ — ὀλεθριῶ, άω (Α) κοντεύω να πεθάνω, είμαι ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλεθρος + κατάλ. ιῶ / ιάω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ικτερ ιώ)] … Dictionary of Greek
ὀλεθρίωι — ὀλεθρίῳ , ὀλέθριος destructive masc/neut dat sg ὀλεθρίῳ , ὀλέθριος destructive masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολεθριώδης — ὀλεθριώδης, ῶδες (Α) (γλώσσ. τού Ησύχ. στη λ. λευγαλέν) ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλεθρος, υπό την επίδραση τού ὀλεθριῶ (πρβλ. ικτερ ιώδης, κοπιώδης)] … Dictionary of Greek